- ἐμφιλοχώρως
- ἐμφιλοχώρως, Adv., metaph.,A dwelling upon,
φωνὴ ἀναστρέφεται ἐ. περὶ τὰς μέσας μελῳδίας Ptol. Harm.3.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωνὴ ἀναστρέφεται ἐ. περὶ τὰς μέσας μελῳδίας Ptol. Harm.3.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφιλοχώρως — ἐμφιλοχώρως (Α) επίρρ. παραμένοντας ευχάριστα κάπου, με ευχάριστη παραμονή σ ένα μέρος … Dictionary of Greek